Όταν γεννιέται ένα μωρό, δύο είναι οι πιο κοινές «ανησυχίες» των γονιών και των λοιπών συγγενών. «Σε ποιον θα μοιάζει το παιδί;» και τελικά «Τι χρώμα μάτια θα έχει;». Οι πρώτοι μήνες τουλάχιστον για το δεύτερο σκέλος αγωνίας όσον αφορά στα μάτια είναι παραπλανητικοί.
Τα μωρά σχεδόν όλα έχουν χρώμα ματιών μπλε – γκρι, ενώ κατά τους πρώτους μήνες η ίριδα του ματιού τους αλλάζει, αποκτώντας το χρώμα που θα έχει στην υπόλοιπη ζωή του το άτομο (συνήθως καστανό, αν πρόκειται για Έλληνα). Γιατί συμβαίνει, όμως, αυτό;
«Όλα οφείλονται στη μελανίνη», λένε οι επιστήμονες. «Η μελανίνη, η φυσική χρωστική του οργανισμού που δίνει χρώμα στα μαλλιά, τα μάτια και το δέρμα, δεν έχει πλήρως εναποτεθεί στην ίριδα των ματιών κατά την βρεφική ηλικία».
Όσο περισσότερη μελανίνη έχει κανείς, λένε οι ειδικοί, τόσο πιο σκούρα θα είναι τα μάτια, τα μαλλιά και το δέρμα τους, αλλά και τόσο περισσότερο θα αντανακλά την ηλιακή ακτινοβολία. Έτσι, μικρή ποσότητα μελανίνης στην ίριδα, η οποία βρίσκεται στην πρόσθια μοίρα του οφθαλμού μεταξύ του κερατοειδή χιτώνα και του φακού, γύρω από την κόρη, κάνει τα μάτια να δείχνουν μπλε, μέτρια μελανίνη τα κάνει να δείχνουν πράσινα ή γκρίζα, ενώ πολλή μελανίνη τα κάνει καφέ.
Η παραγωγή μελανίνης αυξάνεται κατά την διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής ενός μωρού με αποτέλεσμα το χρώμα των ματιών του να γίνεται σταδιακά πιο σκούρο. Μπορεί, μάλιστα, να συνεχίζει να αλλάζει και μέχρι την ηλικία των δύο ετών. Κατά κανόνα, όμως, το χρώμα των ματιών σταθεροποιείται περίπου στην ηλικία των 6 μηνών.
Σε κάθε περίπτωση, η μελανίνη είναι μία πρωτεΐνη, και όπως οι άλλες πρωτεΐνες, η ποσότητα και το είδος της κωδικοποιείται στα γονίδια του ατόμου. Έτσι, το τελικό χρώμα ματιών που θα έχει ένας άνθρωπος θα το έχει κληρονομήσει από του γονείς ή τους παππούδες του.
Πηγή:limeandlife.com