Οι νέες μητέρες που έκαναν υπομονή εννέα μήνες και δεν έπιναν αλκοόλ όσο ήσαν έγκυες, μπορεί να ανυπομονούν να ξαναπιούν, αλλά πρέπει να μη βιαστούν.
Αυτό, γιατί μια νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα δείχνει ότι η κατανάλωση αλκοόλ στη διάρκεια του θηλασμού ενέχει αυξημένους κινδύνους για την ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού.
Διαπιστώθηκε ότι το αλκοόλ που περιέχεται στο μητρικό γάλα, συνδέεται με μειωμένες ικανότητες των παιδιών στην ηλικία των έξι έως επτά ετών, αν και όταν τα ίδια παιδιά ελέγχθηκαν ξανά αργότερα, στην ηλικία των δέκα έως 11 ετών, η αρνητική επίπτωση φάνηκε πια να μην είναι η ίδια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη νευροψυχολόγο Λουίζα Γκίμπσον του Πανεπιστημίου Maquarie του Σίδνεϊ, που μελέτησαν 5.107 παιδιά και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Pediatrics της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, ανέφεραν ότι «όσο περισσότερο αλκοόλ έπινε μια γυναίκα ενόσω θήλαζε, τόσο μικρότερες ήσαν οι νοητικές επιδόσεις του παιδιού σε ηλικία έξι έως επτά ετών».
Τα παιδιά των νέων μητέρων, οι οποίες έπιναν αλκοόλ αλλά δεν θήλαζαν, δεν εμφάνιζαν ανάλογη μείωση νοητικής ανάπτυξης, κάτι που δείχνει ότι το αλκοόλ στο γάλα του θηλασμού ευθύνεται για το πρόβλημα.
«Δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο αλκοόλ για μια θηλάζουσα μητέρα», σύμφωνα με τη Γκίμπσον, γι’ αυτό, όπως είπε, «η ασφαλέστερη επιλογή για μια γυναίκα είναι μην πίνει καθόλου αλκοόλ, όσο παράγει μητρικό γάλα».
Με διάφορους τρόπους το αλκοόλ μπορεί να κάνει κακό στον παιδικό εγκέφαλο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, μπορεί να επιφέρει άμεση βλάβη στα κύτταρα του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου ή να μειώσει τη θρεπτική αξία του μητρικού γάλατος ή να επιδράσει αρνητικά στον ύπνο του παιδιού.
πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ