Στις αρχές του 1980, ο Edward O. Wilson, βιολόγος του Πανεπιστημίου του Harvard μίλησε για τον όρο «βιοφιλία» θέλοντας να ισχυριστεί ότι ο άνθρωπος ενστικτωδώς έλκεται από το φυσικό περιβάλλον. Βέβαια, οι περισσότεροι γονείς του 21ου αιώνα αδυνατούν να ενστερνιστούν τη θεωρία αυτή βλέποντας τα παιδιά τους να βυθίζονται με τις ώρες στον καναπέ απασχολούμενα με τις οθόνες των παιχνιδιών τους.
Πράγματι, οι ώρες που περνούν τα μικρά παιδιά στα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια ή κινητά ολοένα και αυξάνονται σε αντίθεση με αυτές που προτιμούν να περάσουν στη φύση (ή έστω εκτός σπιτιού). Πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι τα παιδιά στην Αμερική περνούν 4 με 7 λεπτά της ημέρας τους παίζοντας έξω ενώ περίπου 7 ώρες μπροστά στις οθόνες τους – νούμερα εξωπραγματικά.
Γιατί, όμως, πρέπει να παίζουν εκτός σπιτιού;
Χτίζουν αυτοπεποίθηση Το γεγονός ότι τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με πλήθος επιλογών για παιχνίδι –από τον κήπο μέχρι το πάρκο- τους εφοδιάζει με την δυνατότητα τόσο να επιλέξουν που θα κινηθούν όσο και να οργανώσουν το παιχνίδι τους, δίνοντάς τους έμμεσα τα εφόδια για να σχεδιάσουν και την ζωή τους κατ’ αναλογία.
Καλλιεργούν την φαντασία Με μοναδικό παιχνίδι τη φύση και τα εργαλεία της, τα παιδιά καλούνται να βρίσκουν συνεχώς νέα παιχνίδια και νέες μεθόδους διασκέδασης κάτι που πυροδοτεί την φαντασία τους αναγκάζοντάς την να καλλιεργείται συνεχώς.
Γυμνάζονται Κι όμως, μπορεί κάποτε η γυμναστική να ήταν συνυφασμένη με τον τρόπο ζωής των παιδιών, πλέον όμως, αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση στη ζωή τους. Παίζοντας παιχνίδια όπως κρυφτό, κυνηγητό και μήλα τα παιδιά όχι μόνο κοινωνικοποιούνται, αλλά γυμνάζονται παράλληλα.
Γίνονται υπεύθυνα Πέρα από την αυτοπεποίθηση και την φαντασία που χτίζουν, τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με μικρο-ευθύνες τις οποίες, υπό άλλες συνθήκες, δε θα καλούνταν να αναλάβουν. Το γεγονός ότι πρέπει να γυρίσουν σπίτι συγκεκριμένη ώρα, ή να επιστρέψουν το ποδήλατό τους στη θέση του είναι μερικές από αυτές.