Αξιολόγηση της ανάγκης ελέγχου της θυρεοειδικής λειτουργίας στα αρχικά στάδια μιας εγκυμοσύνης.
Του Δρα Κωνσταντίνου Στυλιανίδη και του Δρα Πάνου Λέρνη.
Σε γυναίκες με υψηλό κίνδυνο θυρεοειδικής δυσλειτουργίας, ο έλεγχος της θυρεοειδικής δραστηριότητας είναι γενικά αποδεκτός. Εντούτοις, ο καθολικός έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα σε όλες τις έγκυες γυναίκες, δεν συνίσταται από κανένα διεθνή οργανισμό. Τα τελευταία δεδομένα όμως, συνιστούν την ανάγκη αναδιαμόρφωσης των οδηγιών που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα.
Κάνοντας μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας από πολλές επιστημονικές βάσεις δεδομένων, που δημοσιεύτηκαν κατά την περίοδο 1999-2011, προκύπτουν κάποια συμπεράσματα που ενισχύουν την ανάγκη αυτή. Οι διεθνείς φορείς εισηγούνται τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας στα αρχικά στάδια κύησης, σε έγκυες γυναίκες που στο ιστορικό τους παρουσιάζουν παράγοντες κινδύνου θυρεοειδικής δυσλειτουργίας. Με τον τρόπο αυτό όμως, 33% των υποθυρεοειδικών εγκύων γυναικών θα ξεφύγουν αδιάγνωστες.
Είναι γνωστό ότι σε κυήσεις όπου τα επίπεδα των αντιμικροσωμιακών θυρεοειδικών αντισωμάτων είναι υψηλά στο πρώτο τρίμηνο, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αρνητικής έκβασης της κύησης, ακόμα και σε ευθυρεοειδικές γυναίκες. Η χορήγηση θυροξίνης σε έγκυες γυναίκες με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό ή ακόμα και ευθυρεοειδικές αλλά με αυξημένα τα αντισώματα αυτά, βελτιώνει την έκβαση μιας κύησης. Συμπερασματικά, ο έλεγχος της θυρεοειδικής δραστηριότητας σε έγκυες γυναίκες, πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον έλεγχο αντιμικροσωμιακών θυρεοειδικών αντισωμάτων λόγω της υψηλής ειδικότητας, ευασθησίας και σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας που παρουσιάζει η δοκιμασία αυτή. Βέβαια, ακόμα παραμένουν αδιευκρίνηστες οι λεπτομέρειες που αφορούν το χρόνο διενέργειας του συγκεκριμένου ελέγχου.